ὀλισθήσει

ὀλισθήσει
ὀλίσθησις
slipping and falling
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ὀλισθήσεϊ , ὀλίσθησις
slipping and falling
fem dat sg (epic)
ὀλίσθησις
slipping and falling
fem dat sg (attic ionic)
ὀλισθάνω
slip
aor subj act 3rd sg (epic)
ὀλισθάνω
slip
fut ind mid 2nd sg
ὀλισθάνω
slip
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρεώ — άω / παρεῶ, άω, ΝΜΑ αφήνω κάτι να παρέλθει, παραβλέπω παραμελώ νεοελλ. ναυτ. α) (σχετικά με άγκυρα) αφήνω να ολισθήσει στη θάλασσα, κν. καλουμάρω β) (σχετικά με σχοινιά) χαλαρώνω, λασκάρω, μποσικάρω μσν. 1. εγκαταλείπω, αφήνω 2. επιτρέπω (μσν αρχ …   Dictionary of Greek

  • ταυτοχρονισμός — ο, Ν 1. η ισότητα διάρκειας δύο φαινομένων 2. (μαθ. φυσ.) η ιδιότητα ενός υλικού σημειακού σώματος που, αν αφεθεί να ολισθήσει, χωρίς αρχική ταχύτητα, διαγράφει μια ταυτόχρονη καμπύλη 3. φρ. «σημείο ταυτοχρονισμού» σημείο Μ μιας ταυτόχρονης… …   Dictionary of Greek

  • ταυτόχρονος — η, ο, Ν 1. αυτός που γίνεται την ίδια χρονική στιγμή με κάποιον άλλον, σύγχρονος 2. αυτός που έχει την ίδια χρονική διάρκεια με άλλον, ισόχρονος 3. φυσ. αυτός που γίνεται σε ίσους χρόνους, που απέχει κατά ίσα χρονικά διαστήματα από άλλον… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”